- γυμνητ(ε)ία
- η бедность, нищета
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οιμητεύω — οἰμητεύω (Μ) οδεύω διά μέσου, διαπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶμος «δρόμος, οδός» κατά τα ρήματα σε ητ εύω (πρβλ. γυμνητ εύω, κοσμητ εύω)] … Dictionary of Greek